Πρωτοβυζαντινή περίοδος
Η Κύπρος, μετά τη διαίρεση του βυζαντινού κράτους, περιήλθε στην επαρχία της Ανατολής, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια. Η πρωτοβυζαντινή περίοδος, καλύπτει χρονικά την περίοδο ανάμεσα στον 4ο και 7ο αιώνα μ.Χ. Η εποχή αυτή σηματοδοτείται από τους αγώνες για αναγνώριση του αυτοκέφαλου. Από τη πρωτοβυζαντινή περίοδο σώζονται εκκλησιαστικά μνημεία, ψηφιδωτά, έργα αργυροχοΐας και χρυσοχοΐας, μέσα από τα οποία αναδύεται το υψηλό επίπεδο του πολιτισμού.
Αρχικά, στο νησί διοριζόταν διοικητής από τον κόμη της Αντιόχειας, ενώ στη συνέχεια από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Την διοίκηση στο νησί, διευκόλυνε η διαίρεση του σε δεκατέσσερις διοικητικές περιφέρειες, εν αντιθέσει με την προηγούμενη εποχή, που υπήρχαν μονάχα τέσσερις.
Η ίδρυση της κυπριακής εκκλησίας, ήδη από το τα πρώτα χρόνια του εκχριστιανισμού του νησιού, από τους αποστόλους Πάυλο, Βαρνάβα και ευαγγελιστή Μάρκο, αποτέλεσε τη βασική αιτία για αναγνώρισή της ως αυτοδιοικούμενη. Στις αρχές, όμως του 5ου αιώνα, το Πατριαρχείο της Αντιόχειας, άρχισε να προβάλει την απαίτηση για υποταγή της Εκκλησίας της Κύπρου. Ως δικαιολογία για το προαναφερόμενο αίτημα του Πατριαρχείου παρουσιαζόταν η διοικητική υποταγή του νησιού στην Αντιόχεια. Μ’ άλλα λόγια, το Πατριαρχείο της Αντιόχειας ισχυριζόταν πως, όπως ο διοικητής της Κύπρου διοριζόταν από τον κόμη της Αντιόχειας έτσι και οι επίσκοποί της, όφειλαν να χειροτονούνται από το Πατριάρχη της Αντιόχειας.
Οι κύπριοι επίσκοποι αρνήθηκαν να υποχωρήσουν στο αίτημα του πατριάρχη. Τελικά, μετά από ενέργειες κύπριων αρχιερέων, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Ρηγίνο, πέτυχαν την αναγνώριση του αυτοκέφαλου της Κύπρου από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο μέσω του όγδοου κανόνα της Εφέσου, στα 431 π.Χ.
Στα 488 π.Χ, το Πατριαρχείο της Αντιόχειας επαναλαμβάνει την αξίωση για υποταγή της εκκλησίας της Κύπρου. Ο τότε αρχιεπίσκοπός του νησιού, Ανθέμιος, ενώ αναζητούσε λύση για ν’ αποκρούσει τη διεκδίκηση του Πατριάρχη οραματίστηκε το Απόστολο Βαρνάβα. Ειδικότερα, ο Απόστολος υπέδειξε στον Αρχιεπίσκοπο το σημείο ταφής του. Πράγματι, ο Αρχιεπίσκοπος, έπειτα από την καθοδήγηση του Αποστόλου, κατάφερε να βρει το αποστολικό λείψανο. Επιπλέον, πάνω στο λείψανο του Αποστόλου αντίκρισε το «κατά Ματθαίον Ιερό Ευαγγέλιον», το οποίο τοποθέτησε ο Ευαγγελιστής Μάρκος. Με την ανεύρεση του λειψάνου του Αποστόλου, o Ανθέμιος θα μπορούσε να αποδείξει τον αποστολικό χαρακτήρα της εκκλησίας του νησιού, συνεπώς και να στηρίξει το αίτημα για διατήρηση του αυτοκέφαλου.
Αμέσως μετά, ο Αρχιεπίσκοπος Ανθέμιος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα την επικύρωση του αυτοκέφαλου. Ο αυτοκράτορας συγκάλεσε έκτακτη Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία έλαβαν μέρος και επίτροποι του Πατριαρχείου της Αντιόχειας. Η Οικουμενική Σύνοδος, στα 488, προέβη στην επικύρωση του όγδοου κανόνα της Εφέσου. Ο Ανθέμιος, τότε, για να ευχαριστήσει τον αυτοκράτορα, του χαρίζει το Ευαγγέλιο που ανεβρέθηκε μαζί με το λείψανο του Αποστόλου. Ο τελευταίος παραχωρεί στον Αρχιεπίσκοπο και στους διαδόχους του, τα αυτοκρατορικά προνόμια, να υπογράφουν με «κιννάβαριν», ή αλλιώς κόκκινο μελάνι, να φορούν ερυθρό μανδύα και να κρατούν βασιλικό σκήπτρο, στη θέση της ποιμαντορικής ράβδου.
Οι ειρηνικές συνθήκες της εποχής, η μείωση της φορολογίας, το ενδιαφέρον των αυτοκρατόρων, ιδίως του Ιουστινιανού και του Ηρακλείου, να καταστήσουν το νησί σταθμό ανεφοδιασμού στρατευμάτων, προσέδωσαν οικονομική ευρωστία. Οι άνθρωποι της εποχής μέσα σ’ αυτό το ευνοϊκό κλίμα ανέπτυξαν αρκετές τέχνες, όπως τη χαλκουργία, αργυροχοΐα και χρυσοχοΐα. Δείγματα της αργυροχοΐας και χρυσοχοΐας της εποχής, προέρχονται από δυο θησαυρούς της Λάμπουσας. Στα χρόνια μάλιστα του Ιουστινιανού, εισήχθηκε και η μεταξουργία, η οποία αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα προσοδοφόρο τομέα της βιοτεχνίας.
Ταυτόχρονα, άνθισε η εκκλησιαστική τέχνη, η οποία στόχευε στην συνένωση του ανθρώπου με το θείο. Η πρωτοχριστιανική περίοδος, στον τομέα της αρχιτεκτονικής έχει να επιδείξει βασιλικές, οι οποίες συχνά κοσμούνται με ψηφιδωτά στο δάπεδο. Οι πλείστες εκκλησίες της παλαιοχριστιανικής περιόδου, είναι διαχωρισμένες σε τρία ή σε πέντε κλίτη. Λόγου χάρη, τριτόκλιτες βασιλικές είναι οι εκκλησίες της Παναγίας της Κανακαριάς και της Αγίας Τριάδας στη Γιαλούσα, ενώ πεντάκλιτες της Αγίας Κυριακής στην Κάτω Πάφο και του Αγίου Επιφανίου στην Κωνστάντια.
Εξαίσια δείγματα της πρωτοχριστιανικής τέχνης αποτελούν τα ψηφιδωτά, τόσο σε δάπεδα όσο και σε τοίχους. Τα μεν ψηφιδωτά στο δάπεδο φέρουν φυτικό και ζωικό διάκοσμο, αλλά και γεωμετρικά σχέδια. Είναι χαρακτηριστικά τα ψηφιδωτά δάπεδα, στις τρεις βασιλικές του Αγίου Γεωργίου της Πέγειας, της Αγίας Κυριακής στην Κάτω Πάφο και αυτής των Σόλων. Τα δε ψηφιδωτά σε τοίχο προσέδιδαν μεγαλοπρέπεια στις βασιλικές της εποχής. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται τα ψηφιδωτά της εκκλησίας της Παναγίας της Αγγελόκτιστης στο Κίτι και των τουρκοκρατούμενων εκκλησιών, της Κυράς στα Λειβάδια Αμμοχώστου και της Παναγίας της Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη.
Πρέπει να σημειωθεί πως τα ψηφιδωτά της Κανακαριάς, μετά την τουρκική εισβολή, καταστράφηκαν και πωλήθηκαν στο εξωτερικό. Η κυπριακή δημοκρατία προχώρησε σε διαβήματα επιστροφής των μωσαϊκών στο νησί.
Τα ψηφιδωτά του νησιού αποτελούν σπάνια δείγματα βυζαντινής τέχνης, εφόσον τα πλείστα ψηφιδωτά της βυζαντινής αυτοκρατορίας καταστράφηκαν την περίοδο της εικονομαχίας, κατά τη διάρκεια της οποίας η Κύπρος ξέφυγε της μανίας των εικονοκλαστών.
Περίοδος Αραβικών Επιδρομών
Η περίοδος των αραβικών επιδρομών εκτείνεται από τα μέσα του 7ου αιώνα, 648/9 μέχρι και τα μέσα του 10ου αιώνα, 965, όταν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς επανένταξε το νησί στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Αυτή την εποχή, η εκκλησία της Κύπρου αποτέλεσε τον εκπρόσωπο της βυζαντινής εξουσίας στο νησί, αλλά και το συμπαραστάτη στα δεινά που επέφεραν οι άραβες επιδρομείς. Την ίδια εποχή, στο Βυζάντιο ξέσπασε η εικονομαχία, η οποία συνδέεται με την καταστροφική μανία των εικονοκλαστών. Παρολαυτά, το νησί δεν επηρεάστηκε από την οργή των εικονομάχων, γ’ αυτό και αφενός αποτέλεσε καταφύγιο των κατατρεγμένων εικονολατρών και αφετέρου παρέμεινε «προσηλωμένο στην προσκύνηση των εικόνων».
Η πραγματοποίηση των επεκτατικών σχεδίων των Αράβων απαιτούσε τη μείωση της βυζαντινής δύναμης. Η κατάκτηση της Κύπρου σήμαινε για τους Άραβες την υπεροχή τους στη Μεσόγειο, εφόσον είχαν ήδη καταλάβει τρεις μεσογειακές κτήσεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επίσης, με την κατάληψη του νησιού, οι Άραβες επεδίωξαν τον περιορισμό των βυζαντινών επιθέσεων στις νοτιοανατολικές αραβικές κτήσεις και την απόκτηση βάσης ανεφοδιασμού, κυρίως σε ξυλεία, τρόφιμα, έμψυχο υλικό, αλλά και συγκέντρωσης του στόλου. Ταυτόχρονα, η Κύπρος αποτέλεσε για τους Άραβες ορμητήριο για τις επιθέσεις τους στα νοτιοανατολικά σύνορα του Βυζαντίου. Μ’ άλλα λόγια, οι Άραβες διεκδίκησαν τον πλήρη έλεγχο του νησιού.
Στο διάστημα τρακοσίων χρόνων πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από καταστροφικές επιδρομές στο νησί. Σε δυο από τις σημαντικότερες επιδρομές, τέθηκε επικεφαλής ο εμίρης της Συρίας Μοαβία, με τη πρώτη μάλιστα επιδρομή του, συνδέεται το μνημείο Χαλά Σουλτάν πλησίον της Αλυκής στη Λάρνακα. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της πρώτης επιδρομής των Αράβων, της οποίας ηγήθηκε ο Μοαβία, πολιορκήθηκε η πρωτεύουσα του νησιού, Κωνστάντια. Οι Άραβες λεηλάτησαν και κατάστρεψαν μνημεία της Κωνστάντιας, ανάμεσα τους και την εκκλησία του Αγίου Επιφανίου. Σύμφωνα μάλιστα μ’ ορισμένους μελετητές, οι Άραβες προέβησαν και στην αιχμαλωσία εκατόν είκοσι χιλιάδων Κύπριων.
Μετά την έλευση μερικών ετών, ο Μοαβία ηγήθηκε δεύτερης επιδρομής, προκαλώντας καταστροφές για ακόμη μια φορά στην Κωνστάντια, αλλά και σ’ άλλες παράκτιες πόλεις του νησιού, λόγου χάρη στην Πάφο. Η τελευταία μάλιστα είχε πληγεί από καταστροφές βασιλικών, όπως της Παναγίας της Λιμενιώτισσας, αλλά και της Αγίας Κυριακής. Αρκετοί από τους κάτοικους των κατεστραμμένων πόλεων, αναζητώντας ασφάλεια μετακινήθηκαν τόσο σε ορεινές περιοχές, όσο και στο εσωτερικό του νησιού.
Της δεύτερης καταστροφικής επιδρομής του Μοαβία, όπως μαρτυρούν μερικές πηγές, ακολούθησε η επιβολή του καθεστώτος της συγκυριαρχίας ανάμεσα στους Άραβες και τους Βυζαντινούς, στα τέλη του 7ου αιώνα, το 689. Το καθεστώς της συγκυριαρχίας όρισε πως οι προαναφερόμενοι θα προέβαιναν στον ίσο διαχωρισμό των εσόδων του νησιού. Επίσης, πως η Κύπρος θα παρέμενε ουδέτερη.
Στα 691, έλαβε χώρα η μετοικεσία του πληθυσμού του νησιού ή ενός μέρους του στην νότια ακτή της Προποντίδας, συγκεκριμένα στην Αρτάκη. Η μετοικεσία πραγματοποιήθηκε μετά από εντολή του Ιουστινιανού Β’ στα πλαίσια της προσπάθειας του να θωρακίσει τα Στενά, ούτως ώστε να αποφευχθεί η κατάκτηση της Πόλης από τους Άραβες. Ο Ιουστινιανός επεδίωξε τη δημιουργία μιας πόλης, η οποία θα λειτουργούσε, αφενός ως “κάστρο” και αφετέρου ως “ναύσταθμος”. Η πόλη αυτή θα αποτελούσε οχυρό, θα συνείσφερε στην τροφοδοσία και στο εμπόριο της βυζαντινής πρωτεύουσας. Στη Αρτάκη, η οποία μετονομάστηκε ως “Νέα Ιουστινιανή” πιστεύεται πως μεταφέρθηκαν οι κάτοικοι της πρωτεύουσας του νησιού, της Κωνστάντιας. Η επιλογή των κατοίκων της πρωτεύουσας πιθανότατα στηρίχθηκε στην εμπειρία τους, στη ναυτική αλλά και ναυπηγική τέχνη.
Παράλληλα, στη Νέα Ιουστινιανή μεταφέρθηκε το αυτοκέφαλο της εκκλησίας της Κύπρου, εξ ου και η προσθήκη της φράσης στον τίτλο του αρχιεπισκόπου της Κύπρου “Νέας Ιουστινιανής”. Ο νέος τίτλος επικυρώθηκε στον 39ον κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου και χρησιμοποιείται μέχρι τις μέρες μας.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 699, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Τιβέριος Γ’ διέταξε τον επαναπατρισμό των Κυπρίων επιδιώκοντας ν’ αφαιρέσει από τον τότε εξόριστο Ιουστινιανό Β’ ένα “ισχυρό έρεισμά του, την Αρτάκη”, αλλά και να επαναφέρει σε ισχύ τη συμφωνία για ουδετερότητα της Κύπρου, μειώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την επιθετικότητα των Αράβων.
Τη μετοικεσία διαδέχθηκε μια σύντομη περίοδος ειρήνης, η οποία το 743 ανακόπηκε από νέα επιδρομή Αράβων, με επικεφαλή τον Ουαλίντ Β’. Ουσιαστικά, από τα μέσα του 8ου αι. εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος αραβικών επιδρομών, διάρκειας δυο αιώνων με σύντομα διαλείμματα ειρήνης. Στα τέλη του 10ου αιώνα, στα 965, στα πλαίσια της εκστρατείας του Νικηφόρου Φωκά κατά των Αράβων, τερματίζεται οριστικά η αραβική κυριαρχία στο νησί.
Η περίοδος των αραβικών επιδρομών επέφερε δυσμενείς συνέπειες σε κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο. Οι γεωργικές αλλά και οι εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων του νησιού περιορίστηκαν. Ο πληθυσμός του νησιού μειώθηκε, κυρίως λόγω των σφαγών, των συχνών μετακινήσεων, αλλά και της μετοικεσίας. Αρκετές πόλεις και μνημεία υπέστησαν βίαιη καταστροφή. Επίσης, η επιθετικότητα των Αράβων προκάλεσε έντονα το συναίσθημα του φόβου και της ανασφάλειας. Όλα τα πιο πάνω, λειτούργησαν ανασταλτικά για την ανάπτυξη της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας των ανθρώπων της εποχής. Το εθνικό, όμως, και θρησκευτικό φρόνημα φαίνεται πως την περίοδο των αραβικών επιδρομών τονώθηκε.
Είναι αξιοσημείωτο πως η Εκκλησία, την περίοδο των αραβικών επιδρομών αποτέλεσε το συμπαραστάτη των δοκιμαζόμενων Κυπρίων, αλλά και το “φορέα της βυζαντινής εξουσίας στο νησί”. ΄Όταν, μάλιστα, ξέσπασε η εικονομαχία στη βυζαντινή αυτοκρατορία, η Εκκλησία ανέλαβε και το ρόλο του “θεματοφύλακα της ορθοδοξίας”. Την εποχή αυτή, αρκετοί κατατρεγμένοι από τους εικονομάχους αναζήτησαν καταφύγιο στο νησί, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως “προπύργιο της εικονολατρίας”. Γ’ αυτό, και ακμάζει στο νησί ο μοναχισμός αλλά και η ίδρυση μοναστηριών, όπως της Παναγίας των Καθάρων στο Λάρνακα της Λαπήθου.
Τέλος, την εποχή αυτή, στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εισάγεται ο τύπος της «καμαροσκέπαστης βασιλικής», ο οποίος συναντάται στις ερειπωμένες εκκλησίες του Ριζοκαρπάσου. Επίσης, κατά το 9ο και 10ο αιώνα οικοδομήθηκαν «πολύτρουλοι ναοί», όπως ο «τρίτρουλος» του Αγίου Λαζάρου και ο «πεντάτρουλος» της Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου. Παράλληλα, παρουσιάστηκαν τα πρώτα βυζαντινά κάστρα, λόγου χάρη το φρούριο Σαράντα Κολόνες.
Κυρίως Βυζαντινή περίοδος
Μετά τη νικηφόρα έκβαση της εκδίωξης των Αράβων, με επικεφαλή το Νικηφόρο Φωκά, η βυζαντινή αυτοκρατορία πετυχαίνει την επανάκτηση της εξουσίας στο νησί. Έτσι, από τα τέλη του 10ου αιώνα έως του 12ου αιώνα το νησί υπάγεται στη βυζαντινή αυτοκρατορία, το χρονικό αυτό πλαίσιο ταυτίζεται με την κυρίως βυζαντινή εποχή. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής σημειώθηκαν μια σειρά από αποστασίες διοικητών, με σημαντικότερη του Ισαάκιου Κομνηνού. Στα τέλη του 12ου αιώνα, το νησί αποκόπτεται από τη βυζαντινή αυτοκρατορία, όταν περιέρχεται υπό την προσωρινή κυριαρχία του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και των Ναϊτών. Τελικά, καταλήγει στα χέρια των Φράγκων για τους επόμενους τρεις αιώνες. Στη συνέχεια, θ’ αναφερθούν αναλυτικότερα τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου, καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά της βυζαντινής τέχνης, που άκμασε από τα τέλη του 11ου αιώνα εως και τα μέσα του 12ου αιώνα.
Σαφέστερα, η βυζαντινή αυτοκρατορία διόριζε τους διοικητές που θα κυβερνούσαν την Κύπρο, οι οποίοι όφειλαν να μεριμνούν για την ασφάλεια του νησιού, αλλά και για την άμυνα των γειτονικών περιοχών του. Οι διοικητές, γνωστοί και ως «κατεπάνω», κατάφεραν να συγκεντρώσουν μεγάλη εξουσία στα χέρια τους, γι αυτό και συχνά αποστατούσαν από τη βυζαντινή αυτοκρατορία, φιλοδοξώντας να καταστούν ανεξάρτητοι άρχοντες. Η έδρα των «κατεπάνω», μετά από απόφασή τους, ορίστηκε η Λευκωσία.
Πρώτος αποστάτησε ο Θεόφιλος Ερωτικός και τον ακολούθησε μετά την έλευση μισού αιώνα, το 1092, ο Ραψομάτης. Ο τελευταίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα φιλόδοξα σχέδια του, μετά τη σύλληψη του από αυτοκρατορικό απεσταλμένο του Αλέξιου Α’ Κομνηνό. Ο αυτοκράτορας, αμέσως μετά την καταστολή της αποστασίας, επεδίωξε τον τερματισμό των φιλόδοξων βλέψεων των διοικητών, προβαίνοντας στο διορισμό “νομοταγών, συνετών και αναγνωρισμένης αμεροληψίας” ανθρώπων στο διοικητικό κορμό του νησιού, ανάμεσά τους, ο Φιλοκάλης Ευμάθιος.
Είναι αξιοσημείωτο πως στα χρόνια του Αλέξιου Α’ Κομνηνού, ανεγέρθηκαν διάφορα κάστρα, όπως του Αγίου Ιλαρίωνα, του Βουφαβέντο και της Καντάρας, καθώς και μοναστήρια, όπως η Μονή του Κύκκου. Η προσπάθεια του Αλέξιου να καταστήσει το νησί στρατιωτικό οχυρό, συνεχίστηκε από τους Κομνηνούς διαδόχους.
Στη συνέχεια, όμως, εκδηλώθηκε μια νέα αποστασία, με επικεφαλή τον Ισαάκιο Κομνηνό, ο οποίος εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές διενέξεις που επικρατούσαν στο Βυζάντιο, επιδίωξε να ανακηρυχθεί ανεξάρτητος ηγεμόνας της Κύπρου. Ο συγκεκριμένος, παρουσιάζοντας πλαστές επιστολές, σύμφωνα με τις οποίες ο αυτοκράτορας ο Ανδρόνικος Α’ Κομνηνός τον διόριζε κυβερνήτη του νησιού, κατάφερε να πάρει την εξουσία. Αφού λοιπόν ο Ισαάκιος αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητος κυβερνήτης, ο τότε αυτοκράτορας αλλά και ο διάδοχός του, απέτυχαν να τον απομακρύνουν από το νησί. Ο Ισαάκιος κυβέρνησε με “τυραννικό και αφάνταστα σκληρό” τρόπο, σε σημείο που οι κάτοικοι ήταν πρόθυμοι να υποταχθούν σε ξένους δυνάστες.
Πράγματι, το 1191 οι κάτοικοι του νησιού δεν αντιτάχθηκαν στην κυριαρχία του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, που βρέθηκε στο νησί στα πλαίσια της Τρίτης Σταυροφορίας καθοδόν προς τους Αγίους Τόπους. Ειδικότερα, δυο από τα καράβια του στόλου του Ριχάρδου, λόγω θαλασσοταραχής αναγκάστηκαν να προσαράξουν στα νότια παράλια της Κύπρου, στη Λεμεσό. Στο ένα εκ των δύο καραβιών βρισκόταν η αδελφή του Ριχάρδου, Ιωάννα και η αρραβωνιαστικιά του, Βερεγγάρια. Οι προαναφερόμενες αρνήθηκαν να αποβιβαστούν από το καράβι παρά τις επίμονες προσπάθειες του Ισαάκιου, φοβούμενες για τυχόν σύλληψή τους. Ο Ισαάκιος εμπόδισε τον ανεφοδιασμό του πλοίου σε νερό και σε τροφή, προφανώς για να τις αναγκάσει να υποκύψουν στο αίτημά του. Ο ίδιος μάλιστα διενήργησε αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης του πλοίου.
Όταν ο Ριχάρδος κατέφθασε στη Λεμεσό χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση αλλά και ευνοούμενος από την παρουσία Λατίνων εμπόρων στην πόλη, άρχισε την προσπάθεια κατάληψης του νησιού. Ο Ισαάκιος κατανοώντας πως η αντίσταση στους Άγγλους ήταν μάταιη, αποφάσισε να συνάψει συμφωνία με τον Ριχάρδο. Ο Ισαάκιος όμως σύντομα αθέτησε τη συμφωνία, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Ριχάρδου. Ο τελευταίος επιτέθηκε στο στρατόπεδο του Ισαάκιου, υποχρεώνοντάς τον να υποχωρήσει στη Λευκωσία.
Η τελευταία μάχη ανάμεσα στους δυο άνδρες έλαβε χώρα στην Τρεμετουσιά, καταλήγοντας στη νίκη των Άγγλων και τη σύλληψη του Ισαάκιου. Ο υποταγμένος κυβερνήτης, εξέφρασε την επιθυμία να μην τον δέσουν με σιδερένιες αλυσίδες. Ο Ριχάρδος πραγματοποίησε το αίτημά του διατάζοντας να τον δέσουν με ασημένιες αλυσίδες, ή όπως υποστηρίζουν άλλοι μελετητές, με χρυσές. Ο Ισαάκιος πέθανε δέσμιος στην Τρίπολη της Συρίας περί τα 1195. Η κατάληψη της εξουσίας από το Ριχάρδο αποτέλεσε και το τέλος της βυζαντινής περιόδου.
Όσον αφορά την τέχνη της κυρίως βυζαντινής περιόδου, πρέπει να σημειωθεί πως η Κύπρος γνώρισε τη δεύτερη χρυσή εποχή της βυζαντινής τέχνης, πιο απλά την τέχνη της εποχής των Μακεδόνων και των Κομνηνών. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στο νησί οικοδομήθηκαν μοναστήρια, κάστρα, αλλά και εκκλησίες, οι οποίες ξεχωρίζουν τόσο για την ποικιλία των τύπων αρχιτεκτονικής, όσο και για τις τοιχογραφίες τους.
Οι πιο αντιπροσωπευτικοί τύποι ναών, θεωρούνται του «εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο», όπως της Παναγίας της Αγγελόκτιστης στο Κίτι, ο «οκταγωνικός ναός», όπως του Αντιφωνητή πλησίον του Αγίου Αμβροσίου και του «ελεύθερου σταυρού με τρούλο», όπως της Παναγίας της Χρυσελεούσας στην Έμπα της Πάφου. Επιπλέον, στην εποχή αυτή ανάγονται τόσο ο τύπος του «μονόκλιτου ναού με τρούλο», ο οποίος είναι αρκετά διαδεδομένος και συναντάται για παράδειγμα στο ναό της Παναγίας του Άρακα, όσο και ο τύπος της «μονόκλιτης καμαροσκέπαστης βασιλικής», λόγου χάρη της Παναγίας της Ασίνου. Οι πλείστες εκκλησίες παρουσιάζουν στην αρχιτεκτονική τους, επιδράσεις από την πρωτεύουσα του Βυζαντίου αλλά και τη Μικρά Ασία.
Η αρχιτεκτονική της κυρίως βυζαντινής περιόδου, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη διακόσμηση, γεγονός που συνδέεται με την απόφαση του δόγματος για καθορισμό της θέσης, της κάθε διακοσμητικής σύνθεσης στην εκκλησία. Για παράδειγμα στον κεντρικό τρούλο της εκκλησίας είθισται να ζωγραφίζεται ο Χριστός ο Παντοκράτορας, πλαισιωμένος από αγγέλους και προφήτες. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον πως η διακόσμηση της εποχής, είχε διδακτικό ρόλο. Συγκεκριμένα, στόχευε να διδάξει τη θρησκεία, αλλά και να αποσπάσει την πιστή προσήλωση στο δόγμα. Αρκετοί βυζαντινοί αξιωματούχοι, ανέλαβαν παράλληλα με τα έξοδα οικοδόμησης των ναών και την διακόσμηση.
Στα μέσα του 12ου αιώνα ιδιαίτερη άνθιση γνωρίζει η αγιογράφηση των εικόνων, γεγονός που συνδέεται με την ίδρυση μοναστηριών, την πολιτική σταθερότητα, την οικονομική ακμή, αλλά και την παρουσία αξιόλογων προσώπων στο νησί, τόσο αρχιεπισκόπων όσο και διοικητών. Αμφότεροι ανέθεταν σε ζωγράφους της Κωνσταντινούπολης τη διακόσμηση των εκκλησιών, τόσο σε εικόνες όσο και σε τοιχογραφίες. Ανάμεσα στις εικόνες, ξεχωρίζουν η «εικόνα του Χριστού και της Παναγίας, της εκκλησίας της Παναγίας του Άρακα».
Τέλος, στο νησί εισήχθηκε ένα από τα χαρακτηριστικά λογοτεχνικά είδη της βυζαντινής περιόδου, τα ακριτικά τραγούδια. Η ακριτική ποίηση του νησιού σηματοδοτείται από τα κατορθώματα του Διγενή, τα οποία σώθηκαν κυρίως μέσω της προφορικής παράδοσης. Αξίζει ν’ αναφερθεί πως οι «ποιητάρηδες» κατάφεραν να διασώσουν τα ακριτικά τραγούδια, από τον 11ο αιώνα μέχρι και τις μέρες μας.
Πηγές:
Ιστορία της Κύπρου, Βυζαντινή Περίοδος, Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, Λευκωσία 2001
Ιστορία της Κύπρου για το Γυμνάσιο, Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, Λευκωσία 1994